σιταρένιος

σιταρένιος
και σταρένιος, -α, -ο, Ν
παρασκευασμένος από αλεύρι σιταριού, σιταρήσιος (α. «σιταρένιο ψωμί» β. «σταρένια παξιμάδια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. -ένιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σιταρένιος, -ια, -ιο — και σταρένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σιτάρι: Στην Κατοχή δεν έβρισκες εύκολα σταρένιο ψωμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυράμινος — και σπυράμενος, η, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί τού πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ άμινος, σησ άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)] …   Dictionary of Greek

  • πυρώδης — (I) ες / πυρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ] 1. ο όμοιος με τη φωτιά 2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος 3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.) 4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή,… …   Dictionary of Greek

  • πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… …   Dictionary of Greek

  • σιταρήσιος — και σταρήσιος, α, ο, Ν σιταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. κριθαρ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • σταρένιος — α, ο, Ν βλ. σιταρένιος …   Dictionary of Greek

  • σταρένιος, -ια, -ιο — βλ. σιταρένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”